..
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΠΟΥΣΙΚΗΣ" -Νίτσε-
..
"Τα δύο στοιχεία της τραγωδίας είναι :
α.το Απολλώνειο - από τον Απόλλωνα,θεωρούμενο σύμβολο του μέτρου και της εγκράτειας,&'
β.το Διονυσιακό -από τον Διόνυσο θεό της έκστασης.
..
Το Απολλώνειο στοιχείο αντιστοιχεί στο ατομικό φαινόμενο,στην συγκεκριμένη έκφραση του τυχαίου,του σφάλματος ή του ανθρώπου,η ατομικότητα των οποίων είναι απλώς το προσωπείο της ουσιαστικής πραγματικότητας που αποκαλύπτεται.
..
Το Διονυσιακό στοιχείο είναι μιά αίσθηση καθολικής πραγματικότητας,η οποία βιώνεται έπειτα από την απώλεια του ατομικού εγω'ι'σμού.
Η εμπειρία της Διονυσιακής έκστασης έγκειται στο ότι γευόμαστε την ευδαιμονία του ζην όχι ως άτομο αλλά ως ενιαία ολοκληρωτική ζωή,απορροφημένοι και συνενωμένοι στη δημιουργική του χαρά.
..
Στην τραγωδία η προσπάθεια να συμβιβαστούν τα αιτήματα της ηθικής και της τέχνης απορρίπτονται χωρίς δισταγμό.
Τα συμβάντα της τραγωδίας υποτίθεται ότι απελευθερώνουν τον ΕΛΕΟ και τον ΦΟΒΟ και υποτίθεται ότι εξυψώνουν και εμπνέουν τον θρίαμβο των ευγενών αρχών που επέρχεται με τη θυσία του ήρωα.
Η τέχνη όμως πρέπει να απαιτεί την αγνότητα μέσα στη δική της σφαίρα.
Για να εξηγήσει κανείς τον τραγικό μύθο,πρώτη προυπόθεση είναι η αναζήτηση της ευχαρίστησης η οποία προσιδιάζει σ'αυτόν στην καθαρά αισθητική σφαίρα,χωρίς να παρεμβαίνει ο "έλεος" και ο "φόβος" ή το ηθικώς υψηλό.
..
Η ουσία αυτού του συγκεκριμένα αισθητικού τραγικού αποτελέσματος είναι ότι αποκαλύπτει και συγχρόνως υποκρύπτει,προκαλώντας πόνο αλλά και χαρά.
..
Το δράμα εκθέτοντας τις περιπτώσεις ατόμων που υποφέρουν-τα Απολλώνεια στοιχεία-,δείχνει στο κοινό την πάλη,το μαρτύριο,την εκμηδένιση των φαινομενικοτήτων που με τη σειρά τους μεταδίδουν την πληθωρική νομιμότητα της καθολικότητας.
Τότε οι θεατές "ταυτιζόμαστε κάπως με την απροσμέτρητη πρωταρχική χαρά της ύπαρξης και προαισθανόμαστε στη Διονυσιακή έκσταση,το αναλλοίωτο και την αιωνιότητα αυτής της χαράς".
Έτσι "κατανοούμε τι σημαίνει για την τραγωδία το να θέλουμε να θεωρούμε και ταυτόχρονα να ποθούμε κάτι πιο πέρα από τη θεώρηση αυτή,να κούσουμε και συγχρόνως να ποθούμε κάτι πιο πέρα από εκείνο που ακούμε".
..
Μόνο εφόσον το επιστημονικό πνεύμα θα έφτανε ως τα όρια που αδυνατεί να προσπεράσει,θα ήταν δυνατόν να ελπίζουμε για μιά αναγέννηση της τραγωδίας.
Με τον όρο "επιστημονικό πνεύμα" εννοώ αυτή την πίστη στη δυνατότητα να εισδύσουμε στους νόμους της φύσης και στην ιδιότητα της πανάκειας που αποδίδεται στη γνώση,πίστη η οποία για πρώτη φορά ενσαρκώθηκε στο πρόσωπο του Σωκράτη.
..
Η τραγωδία θα κατείχε εξέχουσα θέση ως προπαγανδιστικό μέσο,
εάν μπορούσε να αντικατασταθεί το πνεύμα της επιστήμης με μιά αντίληψη για την ύπαρξη και τον κόσμο ως αισθητικά φαινόμενα,δικαιωμένα αφ'εαυτού.
Αντικειμενικός σκοπός του μύθου είναι να μας πείσει ότι ακόμη και το φοβερό και το τερατώδες δεν είναι παρά μονάχα ένα παιχνίδι αισθητικό που παίζει με τον εαυτό της η βούληση μέσα στην αιώνια πληρότητα της αγαλλίασης της.
..
ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΘΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ " -Νίτσε-
..................................................................................
http://www.peemde.gr/portal/index.php?option=com_content&task=view&id=130&Itemid=28
«Μες τη μουσική είμαστε όλοι αιώνιοι για μια στιγμή» και είναι σαν οι στίχοι αυτοί του Τάσου Λειβαδίτη να μπορούν να ταιριάξουν απόλυτα με τα λόγια του Pierre Heber-Suffrin στην παρουσίαση της «γέννησης της τραγωδίας» του Nietzsche, (Παρίσι, 1991), που θα δούμε παρακάτω.
Ο Heber-Suffrin αναλύει το στάδιο του ελληνικού διονυσιακού στοιχείου στην Ελλάδα του 6ου αιώνα, αναφερόμενος στο κλίμα μυστικισμού και στην επιστροφή στις αρχαίες λατρείες, όπως για παράδειγμα τα Ελευσίνια Μυστήρια, καθώς και στην εισαγωγή μιας νέας λατρείας προερχόμενης από τη Θράκη, η οποία συνίστατο σε οργιαστικούς, μεθυστικούς χορούς κατά τις οποίες ο ενθουσιασμός ταυτιζόταν με την κατάληψη από το θεό Διόνυσο.
Παραθέτω το απόσπασμα της παρουσίασης αυτούσιο, ώστε να μπορέσει να επιτευχθεί η σύνδεση με τους παραπάνω στίχους όσο το δυνατόν με πιο άμεσο τρόπο, προτού μπω στο κυρίως θέμα του κειμένου αυτού, το οποίο αφήνω αρχικά να το υποψιαστείτε μόνοι σας προτού προβώ σε περαιτέρω ανάλυση:
«Αυτό που γιορτάζεται εδώ, με κραυγές φρίκης, με τρεχαλητά και χορούς, είναι και πάλι, για να το πούμε με σοπεναουρικούς όρους, η θέληση για ζωή που μας παρασύρει, όπως παρασύρει όλα τα πράγματα, να συμμετάσχουμε στην παράλογη τρεχάλα της και στον παράλογο χορό της. Ξεχνάμε τον πόνο της ατομικής ύπαρξης μέσα στην ηδονή της ένωσης με τις δυνάμεις της φύσης, η οποία μας παρασύρει στο ρεύμα της εμφάνισης και της καταστροφής των ατόμων · παρηγορούμαστε για τον πεπερασμένο χαρακτήρα της ατομικής ύπαρξής μας από το αίσθημα ότι συμμετέχουμε στην ευρεία κίνηση του συνόλου του σύμπαντος, γινόμαστε ψήγματα του θείου».
Το κείμενο μου πραγματεύεται, λοιπόν, τη δύναμη της μουσικής έχοντας σαν βάση το βιβλίο του Nietzsche, προτιθέμενο να προσεγγίσει την κοινή διαπίστωση ότι η μουσική ενυπάρχει ως στοιχείο της καθημερινότητας άμεσα συνδεδεμένο με όλες τις πτυχές αυτής από την εποχή που οι πρώτοι άνθρωποι χρησιμοποίησαν τους θορύβους των εργαλείων τους για να κάνουν μουσική μέχρι σήμερα, όπου η μουσική έχει μεταβληθεί σε ένα πολύπλοκο (οπτικο)ακουστικό σύστημα.
Ας δούμε, συνοπτικά μερικά στοιχεία για την «γέννηση της τραγωδίας», του Nietzsche, την αφορμή για την διατύπωση των παρακάτω ιδεών. Πρόκειται για ένα έργο πολυεπίπεδο, καθώς συνδυάζει τον ιστορικό χαρακτήρα, (αποτελεί μια έρευνα πάνω στην αρχαία τραγωδία), στην στοιχειοθέτηση της γενεαλογίας της σημερινής οπτικοακουστικής ζωής.
Ο Nietzsche στο βιβλίο του αυτό προτείνει την αντικατάσταση της κουλτούρας της εποχής του, που είναι η κουλτούρα της γνώσης, της επιστήμης, συνοπτικά του Βιβλίου, με μια κουλτούρα της τέχνης, η οποία θα συγκροτηθεί μέσω της δύναμης της μουσικής.
Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς η τέχνη και κατ’ επέκταση η μουσική, για τον Nietzsche έπαψε να υφίσταται με την ακριβή έννοια του όρου, θα μπορούσαμε να πούμε με την ανθρώπινη διάστασή του, από τότε που σημειώθηκε το τέλος της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, η οποία ήταν για τον Nietzsche το απόγειο της τέχνης και του πολιτισμού. Ορόσημο, δηλαδή, αποτέλεσε η στιγμή όπου οι θεατές έπαψαν να συμμετέχουν στην αρχαία ελληνική τραγωδία μέσω του Χορού και μετατράπηκαν σε κριτικούς, αποστασιοποιημένους θεατές.
Η προβληματική που τον οδηγεί σε μια τέτοια πολιτιστική πρόταση είναι η πίστη ότι στην υφιστάμενη κουλτούρα οι βαθύτατες ανάγκες του ανθρώπου για τέχνη δεν μπορούν να εκφραστούν και να ικανοποιηθούν.
Η κουλτούρα που προτείνει είναι αισθητική, δηλαδή στη βάση της ενυπάρχει η έννοια της αντίληψης (αίσθησις) και μάλιστα της αντίληψης μέσω όλων των αισθήσεων, μιας αντίληψης άχρονης και μη γραμμικής.
Την ενεργοποίηση όλων των αισθήσεων ο Νίτσε πιστεύει ότι μπορεί να την προκαλέσει η μουσική, αλλά όχι η μουσική που ως τότε υπήρχε στα πλαίσια της εγγράμματης κουλτούρας και που ο ρόλος της ήταν διαφωτιστικός, επεξηγηματικός των διαφόρων συμβάντων, δηλαδή αντιδημιουργικός και δευτερεύων (π.χ. κλασσική όπερα).
Η μουσική που προτείνει ο Νίτσε δεν είναι απλά μια μουσική υπόκρουση, είναι μια μουσική μυστικιστική που δημιουργεί κοινότητα, κοινή ζωή σε όσους την ακούν, είναι η διθυραμβική μουσική που οδηγεί σε μέθη.
Συγκεκριμένα, φαντάζεται μια μουσική που να ενεργοποιεί τις αισθήσεις στον υπέρτατο βαθμό και να ακυρώνει τα συναισθήματα, καθώς αυτά αποτελούν χαρακτηριστικό του Υποκειμένου, του Ατόμου, το οποίο μέσω της μουσικής ισχύος ισοπεδώνεται, αλλά δεν χάνεται. Απεναντίας, ανάγεται σε μια μήτρα, σε μια καθολική ενότητα, γίνεται μέρος της πρωταρχικής ύπαρξης και με αυτόν τον τρόπο αποθεώνεται. Έστω και για λίγο.
Η μουσική που θα το πετύχει αυτό θα πρέπει να είναι τόσο ισχυρή στην επίδρασή της όσο και η διονυσιακή μουσική, το διθυραμβικό τραγούδι του Χορού της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, που αποτελούσε, εκτός των άλλων, υπόβαθρο για τη δημιουργία από τον ακροατή εικόνων, αναπαραστήσιμων μορφών κατά το άκουσμά της, δηλαδή να αποτελεί συγχρόνως αιτία μέθης, έκστασης, αλλά και πηγή έμπνευσης εκφράζοντας και την απολλώνια διάστασή της.
Στην εποχή που ο Nietzsche σκέφτεται τα παραπάνω, η κυριαρχούσα κουλτούρα είναι η εγγράμματη και τίποτα δεν φαίνεται ικανό να επαναφέρει εκείνη τη δυναμική μουσική που ενεργοποιούσε τον τραγικό μύθο και καθιστούσε το θεατή ικανό να χαθεί μέσα σε αυτόν μέσω της ταύτισης του προσωπικού του τραγικού μύθου με αυτόν της σκηνής.
Τίποτε ή μάλλον, σχεδόν τίποτα: Ο Nietzsche βρήκε στο «ολικό έργο τέχνης» (Gesamtkunstwerk) του συνθέτη Wagner τη μουσική που θα σηματοδοτούσε ένα καινούριο απόγειο του πολιτισμού. Το ερώτημα είναι, γιατί ο Nietzsche επιλέγει τη μουσική του Wagner;
Ο Wagner ήταν ο πρώτος αποδομιστής της μουσικής του 19ου αιώνα, καθότι «σπάει» τις υπάρχουσες μουσικές φόρμες και εισάγει καινούριες. Εισάγει, δηλαδή, τη «μουσική ασυμφωνία».
Είναι καινοτόμος και ενδιαφέρεται περισσότερο για τα εφέ (είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί φωτοσκηνοθεσία, το πολυθέαμα, τη φαντασμαγορία, αγγίζοντας την νεωτερικότητα), για τη μορφή παρά για την ουσία, αντιτιθέμενος στην θεατρική αισθητική της εποχής του και επιδιώκοντας να συνδυάσει την ποίηση, τη μουσική, το χορό και τη σκηνοθεσία, προκειμένου να εκφράσει ένα περιεχόμενο καθαρά ανθρώπινο.
Η μουσική του είναι μια λαϊκή μορφή μουσικής, από την άποψη ότι, καθώς «δεν είναι η ουσία που μετράει», δηλαδή το νόημα, το περιεχόμενο, είναι προσβάσιμη σε όλους τους ανθρώπους, άρα μπορεί να δημιουργήσει «κοινότητα». Η μουσική αυτή μπορεί να αποτελέσει ό,τι ο Αdorno, αποκαλεί «κοινωνική συγκολλητική ουσία» (Βλέπε σχετικό κείμενο στην μνημοσύνη).
Ο Wagner προσδίδει στα ποιητικά κείμενά του εκφραστικά σχήματα ανάλογα προς τη μουσική δομή, χρησιμοποιώντας βραχύ ανομοιοκατάληκτο στίχο και συνηχήσεις, ενώ εκμεταλλεύεται ορισμένες βασικές λέξεις, οι οποίες εμφανίζονται σαν θεμελιώδη μοτίβα.
Όλα τα παραπάνω δίνουν το στίγμα της - σε κατοπινούς του Nietzsche όρους - «popular» μουσικής. Από αυτήν την άποψη, η μουσική αυτού του είδους είναι «underground», καθώς διαφοροποιείται από την υψηλή κουλτούρα της επιστήμης.
Η διαφοροποίηση αυτή ήταν κάτι που επιθυμούσε ο Nietzsche, καθώς πίστευε ότι το νέο μουσικό είδος που σηματοδοτούσε ο Wagner ήταν το κατάλληλο για την επίτευξη μουσικού δράματος, το οποίο θα εισήγαγε το στοιχείο του «λαϊκού μύθου» ως συνέχεια του «τραγικού μύθου», και θα δημιουργούσε τις συνθήκες για να επιτευχθεί «κοινότητα».
Ωστόσο, το μουσικό δράμα του Βάγκνερ εισήγαγε ένα λαϊκό(popular) μύθο που θα μπορούσε να συσχετιστεί άμεσα με τη σημερινή εποχή και να διαφοροποιηθεί τελικά πλήρως από τις προσδοκίες του Nietzsche, ο οποίος δεν περίμενε ότι η μουσική που γι΄ αυτόν αποτελούσε απαρχή ενός υψηλού πολιτισμού, θα μπορούσε τελικά να γίνει αντικείμενο βιομηχανικό, μαζικό. Εξαιτίας αυτού χαρακτήρισε και το Βάγκνερ αργότερα ως άνθρωπο του «φαίνεσθαι».
Ωστόσο, αν και το διονυσιακό στοιχείο αποτέλεσε υπόβαθρο και προϋπόθεση της «popular» μουσικής, καθώς αποτελεί - σε νιτσεϊκούς όρους- «perpetuum vestigium»(μόνιμο ίχνος) μιας ένωσης του απολλώνιου και του διονυσιακού, στο δυτικό κόσμο, η «pop»(ular)(ή ποπ) κουλτούρα εκμεταλλεύεται και σχηματοποιεί εκ νέου το διονυσιακό στοιχείο. Μέσα από την χρήση αυτή του διονυσιακού στοιχείου, η ποπ μουσική δημιουργεί ένα ρήγμα στη «γραμμικότητα του χωροχρόνου», αποκλίνοντας έτσι από τη μουσική που πρότεινε ο Nietzsche, η οποία συνίστατο στην «καθαρή διονυσιακή υφή που είχε ως αποτέλεσμα το απολλώνιο καλλιτεχνικό στοιχείο».
Το διονυσιακό στοιχείο υπονομεύεται στην νέα αυτή κουλτούρα που τελικά επικράτησε και μέσω ενός άλλου μέσου, που αφορά στον εμπλουτισμό της μουσικής με οπτικό υλικό (για παράδειγμα: Video clips), το οποίο αν και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απολλώνια διάσταση, αφού εμπεριέχει την έννοια της αναπαράστασης, ωστόσο αυτό αποκλείεται από το γεγονός ότι το οπτικό αυτό υλικό αναφέρεται σε μια «μη μουσική» πραγματικότητα.
Το παραπάνω είναι σαφές αν λάβουμε υπόψη ότι η μουσική προτρέπει στην αλληγορική θέαση της διονυσιακής γενικότητας και η μουσική δίνει τότε στην αλληγορική εικόνα την ανώτερη σημασία της.
Γενικότερα, η ποπ κουλτούρα απογυμνώνει τη μουσική από τη διονυσιακή αποστολή της –κατά Nietzsche - στον κόσμο, που έγκειται στη λήθη της θνητότητάς μας και της επιβάλλει έναν χαρακτήρα διασκέδασης και παιχνιδιού μορφών.
Τελικά, η κουλτούρα που πρότεινε ο Nietzsche ως αντικαταστάτρια της εγγράμματης κουλτούρας της επιστήμης, φαίνεται πως δεν στάθηκε ικανή να αλλάξει την προδιαγεγραμμένη πορεία του δυτικού πολιτισμού.
Παρόλα αυτά, αποτελεί μια κουλτούρα που τα επιμέρους στοιχεία της θα μπορούσαν να προβληθούν στη σύγχρονη ζωή ως επεξηγηματικά των φαινομένων.
Έτσι λοιπόν, το γεγονός ότι μόνο μέσω του πνεύματος της μουσικής μπορούμε να νιώσουμε τη χαρά της εκμηδένισης του ατόμου και συνεπώς την αναγωγή μας σε μια μήτρα κοινή αποτελεί μια διαδικασία που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως βαθύτερη εξήγηση της διαπίστωσης ότι η μουσική αποτελεί απαραίτητο συστατικό της ζωής, ακόμη και αν αυτό δεν το συνειδητοποιούμε πάντα, ακόμη και αν ο τρόπος παρουσίας της διαφοροποιείται ανάλογα την εποχή και τον τόπο. Εξάλλου,«μες τη μουσική είμαστε όλοι αιώνιοι για μια στιγμή»...
..
http://blancdubois.blogspot.com/2009/05/blog-post_10.html
..
http://www.viddler.com/explore/elfiris/videos/1/
..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου